abollado - ορισμός. Τι είναι το abollado
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι abollado - ορισμός


abollado      
Sinónimos
adjetivo
1) hundido: hundido, deprimido, desanimado, abatido, desalentado
abollado      
part. pas.
Participio de abollar.
sust. masc.
Adorno de bollos en los metales y vestidos.
abollado      
abollado, -a
1 Participio adjetivo de "abollar[se]".
2 (inf.) Abatido o desanimado.
3 (ant.) m. *Adorno de bollos, bollones o bullones.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για abollado
1. Pero la Policía Federal lo detuvo cuando intentaba ingresar a Capital con el parabrisas roto y el capot abollado y manchado de sangre.
2. Era un flamante Mercedes–Benz negro y terminó en el fondo de un pozo de 13 metros de profundidad, muy abollado y cubierto de tierra frente al Obelisco.
3. Los investigadores solicitaron una autorización a la fiscalía de turno que permitió ingresar en la casa de la conductora, donde se encontró un auto similar con una parte del paragolpe abollado.
4. El Partido Acción Nacional (PAN) necesita llegar "lo menos abollado" posible y sin golpeteos en su proceso de elección de candidato presidencial, aseguró ayer Jorge Castañeda a Alberto Cárdenas Jiménez, en un encuentro privado que sostuvieron en el Club de Industriales.
Τι είναι abollado - ορισμός